- ρομβοεδρικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ρομβόεδρο2. φρ. «ρομβοεδρικό σύστημα»(κρυσταλλ.) κρυσταλλικό σύστημα κατά το οποίο η μοναδιαία κυψελίδα τού εξαγωνικού συστήματος έχει το σχήμα ενός κανονικού ρόμβου με εσωτερικές γωνίες 60° και 120°.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhomboehendric (< rhombohendron, βλ. ρομδόεδρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Ξένο].
Dictionary of Greek. 2013.